«Μια φορά, λέγει ο μύθος, ήτανε ένας σουλτάνος, καλός και δίκιος, κ’ είχε έναν βεζύρη, που ήτανε κι αυτός καλός και δίκιος, κ’ ήτανε κι αστρολόγος. Μια μέρα ο βεζύρης λέγει του σουλτάνου, πως είδε κάποια σημάδια στον ουρανό πως θα βρέξει στον κόσμο ένα νερό τρελό, και πως όποιος το πιει αυτό το νερό, θα τρελαίνεται. Και πως όλοι οι άνθρωποι που ζούνε στην επικράτειά τους θα το πιούνε και θα χάσουνε τα λογικά τους, και δεν θα νοιώθουνε πια τίποτα, μήτε τι είναι σωστό και τι είναι ψεύτικο, μήτε τι είναι καλό και τι είναι κακό, μήτε τι είναι νόστιμο και τι είναι άνοστο, μήτε τι είναι δίκιο και τι είναι άδικο.
Σαν τ’ άκουσε αυτά τα λόγια ο Σουλτάνος, γυρίζει και λέγει στον βεζύρη: “Αφού θα τρελαθεί όλος ο κόσμος, πρέπει να κοιτάξουμε να μην τρελαθούμε κ’ εμείς, γιατί αλλοιώς πώς θα τους κρίνουμε με δικαιοσύνη;”. Του λέγει ο βεζύρης πως ο λόγος του είναι σωστός και πως θά ‘πρεπε να προστάξει να μαζέψουνε από το καλό νερό που πίνανε, και να το φυλάξουνε μέσα στις στέρνες, για να μην πίνουνε από το χαλασμένο και κρίνουνε παλαβά κι άδικα, μα δίκια, όπως έχουνε χρέος. Έτσι κ’ έγινε. Σε λίγον καιρό έβρεξε στ’ αλήθεια, και το νερό ήτανε νερό τρελό, και τρελαθήκανε όλοι οι άνθρωποι, και δεν γνωρίζανε οι καϋμένοι τι τους γίνεται, κ’ είχανε το ψεύτικο για αληθινό, το κακό για καλό, το άδικο για δίκιο. Μα ο σουλτάνος κι ο βεζύρης πίνανε από το καλό νερό που είχανε φυλαγμένο, και δεν τρελαθήκανε, αλλά κρίνανε τον κόσμο με δικαιοσύνη. Μα ο κόσμος τά ‘βλέπε ανάποδα, και δεν ήτανε ευχαριστημένος από την κρίση του σουλτάνου και του βεζύρη, και φωνάζανε πως τους αδικούνε, και κοντεύανε να σηκώσουνε επανάσταση.
Μετά καιρό, σαν είδανε κι αποείδανε, ο σουλτάνος κι ο βεζύρης, χάσανε το κουράγιο τους, και λέγει ο σουλτάνος στο βεζύρη: “Τούτοι οι φουκαράδες αληθινά χάσανε τα φρένα τους, και τα βλέπουνε όλα ανάποδα κι όπως πάμε, μπορεί και να μας σκοτώσουνε επειδή θέλουμε να τους κρίνουμε με δικαιοσύνη για να ευτυχήσουνε. Το λοιπόν, βεζύρ εφέντη, άιντε να χύσουμε το καλό νερό από τις στέρνες, και να πιάσουμε να πίνουμε κ’ εμείς από το τρελό νερό, να γίνουμε σαν κι αυτούς, και τότε θα μας καταλαβαίνουνε και θα μας αγαπάνε”. Έτσι κ’ έγινε. Ήπιανε κι αυτοί από το παλαβό νερό και τρελαθήκανε, και κρίνανε τρελά κι άδικα, κι ο κόσμος απόμενε ευχαριστημένος και πολυχρονίζανε τον σουλτάνο».
Θαρρώ πως κάτι παρόμοιο γίνεται και σήμερα στον τόπο μας.
Όλοι αυτοί έχουνε την ιδέα πως είναι οι κλειδοκράτορες «της προόδου και της ζωής του έθνους», ενώ εμείς είμαστε «καθυστερημένοι», στρείδια κολλημένα στο βράχο της παράδοσης, «εχθροί της προόδου», «στοιχεία άχρηστα και πεθαμένα για την μεγάλην αποστολήν του έθνους μας».
Εμείς, όμως, δε θα χύσουμε το λίγο νερό που είναι ακόμα φυλαγμένο μέσα στη στέρνα της παράδοσης. Μα θα πίνουμε απ’ αυτό το καλό νερό, και θα καλούμε να πιούνε κ’ οι άλλοι Έλληνες, που τους ξεραίνει ο λίβας της ξενομανίας. Να πιούνε και να δροσισθούνε από το νερό που βγαίνει από την πέτρα, από το καλό και τ’ αθάνατο νερό μας, από «το ύδωρ το ζων».
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.