
π. Ἰωάννου Μπρέκ, Στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.
«Ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτει τὸν ἑαυτὸ Του μέσα στὴ σιωπὴ τῆς καρδιᾶς». Οἱ πρῶτοι μοναχοί της ἐρήμου καὶ οἱ ἐργάτες τῆς ἄσκησης ποὺ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες τοὺς ἀκολούθησαν πιστοποίησαν αὐτὴ τὴν ἀλήθεια μέσα ἀπ’τὴ δική τους, ἐντελῶς προσωπικὴ ἐμπειρία.
Γνώση γιὰ τὸν Θεὸ μποροῦμε νὰ ἀποκτήσουμε μὲ πολλοὺς καὶ διαφορετικοὺς τρόπους καὶ πάνω ἀπ’ὅλα μέσα ἀπ’τὴ Γραφὴ καὶ τὴ Θεία Λειτουργία. Τὸ ἐρώτημα ὅμως εἶναι πὼς προχωροῦμε ἀπὸ τὴ γνώση περὶ τοῦ Θεοῦ στὴ γνώση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, σὲ μιὰ ἀγαπητικὴ δηλαδὴ ἐπικοινωνία μ’Αὐτὸν ποὺ ὅλο καὶ θὰ βαθαίνει.
Τὸ ἐρώτημα εἶναι κρίσιμο, ἰδιαίτερα ὅταν κάποια δοκιμασία λιγότερο ἢ περισσότερο τραγικὴ καταπονεῖ τὴν ψυχή μας καὶ ἐξαντλεῖ τὰ περιθώρια τῆς πίστης μας. Τὸ ἴδιο ἐρώτημα προκύπτει ἐξάλλου καὶ κάθε φορά ποὺ προσπαθοῦμε νὰ ἀνταποκριθοῦμε σὲ κάποια ἐσωτερικὴ λαχτάρα νὰ γνωρίσουμε τὸν Θεὸ προσωπικὰ καὶ βαθιά. Αὐτὴ ἡ λαχτάρα εἶναι δῶρο δικό Του, ποὺ μᾶς τὸ παραχωρεῖ ὁ Ἴδιος, δῶρο ποὺ ἀντιστοιχεῖ καὶ στὴ δική Του λαχτάρα νὰ ἐπικοινωνήσει μαζί μας. Ὅπως μοῦ εἶχε πεῖ στοχαστικὰ μιὰ Καθολικὴ μοναχὴ κάποτε «Ὁ Θεὸς φύτεψε μία ἀκόρεστη λαχτάρα γιὰ τὸν ἑαυτὸ Του μέσα στὰ βάθη κάθε ἀνθρώπινης καρδιᾶς». Ἡ ἀσκητικὴ παράδοση μᾶς λέει ὅτι ἡ λαχτάρα αὐτὴ πληρώνεται καὶ ἱκανοποιεῖται στὰ κατάβαθά τῆς ὕπαρξής μας. Στὰ μύχια αὐτοῦ ποὺ ὁ Ψαλμωδὸς ὀνομάζει «μυστικὴ καρδία» .
Μετὰ τὸν Ἑσπερινό τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, πᾶνε κάμποσα χρόνια τώρα, ἤμουν στὴν κουζίνα ἑνὸς ἀπὸ τὰ μοναστήρια μας, τρώγοντας φρυγανιὰ καὶ πίνοντας τσάι μαζὶ μ’ἕναν ἡλικιωμένο ἱερέα ποὺ εἶχε περάσει πολλὰ χρόνια στὴ φυλακὴ κατὰ τὴν περίοδο τοῦ Κομμουνισμοῦ στὴ Ρουμανία. Τὸ μόνο του ἔγκλημα ἦταν ὅτι κήρυττε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ὑπηρετοῦσε τὸν λαὸ ποὺ ὁ Θεὸς τοῦ εἶχε ἐμπιστευθεῖ. Μιλήσαμε λίγο γιὰ τὶς πνευματικὲς δοκιμασίες κι ἐκεῖνος ἀναφέρθηκε ὑπαινικτικὰ σ’ἐκεῖνα τὰ χρόνια καὶ στὴν κτηνωδία ποὺ ἔφεραν μαζί τους. Στὰ μάτια του διάβαζε κανεὶς τὴ συγκίνηση καθὼς ἀναθυμόταν τὴ μοναξιὰ καὶ τὸν πόνο ποὺ εἶχε ὑποφέρει. Ἔμεινε γιὰ λίγο ἀμίλητος. Μετά, ἀργὰ ἀργὰ ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ εἶπε: «Δόξα τῷ Θεῶ γιὰ κεῖνα τὰ χρόνια… Διότι αὐτὰ μ’ἔκαναν νὰ δῶ μέσα μου».
«Μὲ ἔκαναν νὰ δῶ μέσα μου». Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ὅπως καὶ τόσοι ἄλλοι, θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε λυγίσει ἀπὸ τὴν ἀπόγνωση. Καὶ ὅμως, μὲ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, κατάφερε νὰ μπεῖ στὰ βάθη τῆς ὕπαρξής του, στὸν ναὸ τῆς καρδιᾶς. Ἡ φυλακὴ ἐκείνη, μὲ τὴν πικρὴ κακουχία καὶ τὸν διωγμό, τὴ μοναξιὰ καὶ τὴ θλίψη, μεταμορφώθηκε σὲ μία πνευματικὴ ἔρημο. Ἐκεῖ μπόρεσε νὰ πολεμήσει τοὺς δαίμονες, τοὺς ἔξω καὶ τοὺς μέσα, καὶ νὰ βγεῖ δυνατὸς καὶ ἀνανεωμένος.
Τὸ νῆμα ποὺ ἑνώνει τὴ δική του ἐμπειρία μὲ τὴ σοφὴ κουβέντα τῆς μοναχῆς εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι καὶ οἱ δύο συγκλίνουν στὸν χῶρο τῆς καρδιᾶς. Ὅπως ἀνέκαθεν γνώριζαν οἱ ἅγιοι τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖ ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτει τὸν Ἑαυτό Του μὲ τὸν πληρέστερο τρόπο. Μετὰ τὸν σεισμό, τὴ φωτιὰ καὶ τὸν ἄνεμο, ἐκεῖ μέσα ἡ φωνή Του σὰν αὔρα λεπτὴ χαρίζει λόγους ἀνείπωτης παρηγοριᾶς καὶ εἰρήνης. Καὶ αὐτὸ ἀληθεύει τόσο γιὰ μᾶς, μέσα στὴ ρουτίνα τῆς καθημερινῆς μας ζωῆς ὅσο καὶ γιὰ τὸν π. Ἀρσένιο, τὴ μητέρα Ἐλισάβετ καὶ ὅλους ὅσοι ὑπέφεραν σκληρά, γνωρίζοντας ὅτι φέρουν τὸν σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ ἀληθινὴ γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ὑπαρξιακή. Ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν πνευματικῶν βιβλίων, ἡ τακτικὴ συμμετοχὴ στὴ λατρεία, τὰ καλὰ ἔργα, ναί, εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε μιὰ τέτοια γνώση. Ὡστόσο, πολλὰ ἐξαρτῶνται καὶ ἀπὸ τὴν ἱκανότητά μας νὰ μελετοῦμε, νὰ προσευχόμαστε καὶ νὰ ἱερουργοῦμε στὸ ἐπίπεδο τῆς καρδιᾶς.
Γιὰ νὰ εἰσέλθουμε στὸν ἱερὸ αὐτὸ χῶρο σήμερα καὶ μὲ τὶς συνηθισμένες ἀπαιτήσεις ποὺ ἡ κουλτούρα μᾶς προβάλλει στὸν χρόνο καὶ στὶς δυνάμεις μας, τὸ πράγμα δὲν εἶναι εὔκολο. Ἴσως προσπαθοῦμε καθημερινὰ νὰ προσευχόμαστε λιγάκι, νὰ ἀνοίγουμε γιὰ μερικὰ λεπτὰ τὴν Ἁγία Γραφή, προσπαθώντας νὰ «νιώσουμε τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ» λὲς κι ὁ Θεὸς εἶναι κάπου ἔξω καὶ πρέπει νὰ Τὸν προσκαλέσουμε ἢ νὰ τὸν ὑποχρεώσουμε νὰ μπεῖ στὴ ζωή μας. Ξεχνᾶμε ὅτι ἡ καρδιὰ εἶναι κάτι παραπάνω ἀπὸ ἕνα φυσικὸ ὄργανο. Εἶναι ναός, ὅπου ἐν δυνάμει καὶ χάριτι κατοικεῖ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Τὸ καθῆκον μας εἶναι νὰ μπαίνουμε στὸν χῶρο τῆς καρδιᾶς, νὰ κατεβαίνουμε στὰ ἱερὰ βάθη του καὶ νὰ στεκόμαστε μὲ ταπεινὸ δέος μπροστά Του.
Γιὰ νὰ κάνουμε τὸ ἐσωτερικὸ αὐτὸ ταξίδι, χρειάζεται καμιὰ φορά νὰ παραμερίσουμε τὰ βιβλία, τὰ θρησκευτικὰ CD, ἀκόμη καὶ τὴ Βίβλο καὶ νὰ περάσουμε λίγες στιγμὲς ἐν σιωπῇ. Νωρὶς τὸ πρωὶ ἢ ὅταν πέσει τὸ σκοτάδι, εἶναι κατάλληλη ἡ στιγμὴ νὰ μποῦμε στὸ δωμάτιό μας, νὰ κλείσουμε τὴν πόρτα καὶ νὰ ἀνάψουμε ἕνα κερὶ μπροστά σέ μιὰ εἰκόνα. Μέσα στὴ σιγὴ μποροῦμε νὰ συγκεντρωθοῦμε καὶ νὰ στρέψουμε τὴν προσοχή μας σὲ ὅ,τι εἶναι πιὸ σημαντικὸ στὴ ζωή μας. Μποροῦμε νὰ ἐξομολογηθοῦμε, ἰκετεύοντας νὰ συγχωρήσει μέσα στὴ φιλανθρωπία Του τὰ λάθη καὶ τὰ ἁμαρτήματά μας. Μποροῦμε νὰ ἀντιπροσφέρουμε εὐχαριστιακά τά δικά Του δῶρα: τὴν οἰκογένεια καὶ τοὺς φίλους, τὰ ἐπιτεύγματα καὶ τὴν ἴαση ποὺ ἡ Χάρη Του μᾶς ἔχει προσφέρει. Μποροῦμε νὰ μεσιτεύσουμε, ζητώντας ἔλεος καὶ θεραπεία τόσο γιὰ μᾶς ὅσο καὶ γιὰ ὅσους ἀγαποῦμε, γιὰ τοὺς ἐχθροὺς καὶ γιὰ τὸν σύμπαντα κόσμο Του. Μέσα στὴ σιωπή, μποροῦμε ἀκόμη νὰ ἀφήσουμε νὰ μιλήσει Ἐκεῖνος σ’ἐμᾶς καὶ νὰ μᾶς γνωρίσει τὸν ἑαυτό Του.
Ἡ προσευχὴ τῆς καρδιᾶς εἶναι κάτι παραπάνω ἀπὸ μία φράση ποὺ ἐπαναλαμβάνεται, κάτι παραπάνω ἀπὸ ὁμολογία πίστης καὶ ἔκκληση γιὰ ἔλεος. Οἱ γνωστὲς λέξεις «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» ἔχουν μία ἀπίστευτη δύναμη. Κατέχουν τὴ δύναμη τοῦ Ὀνόματος τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, Αὐτοῦ ποὺ «συνέχει χειρὶ τὰ σύμπαντα». Ἀποκτοῦν ὅμως, ὅπως κάθε προσευχή, τὴν πιὸ ἀληθινὴ καὶ ἰσχυρὴ ἔκφρασή τους ὅταν πηγάζουν ἀπὸ τὴν καρδιά, ἀπὸ τὰ ἔγκατα τῆς ἐσωτερικῆς σιωπῆς.
Ἀγωνιζόμαστε νὰ προχωρήσουμε ἀπὸ τὴ γνώση περὶ τοῦ Θεοῦ στὴν κοινωνία μαζί Του. Αὐτὸς ὁ ἀγώνας, ποὺ προκύπτει ἀπὸ μία ἀκόρεστη, φυτεμένη ἀπὸ τὸ χέρι Του λαχτάρα, μᾶς ὁδηγεῖ τελικὰ στὸν χῶρο τῆς καρδιᾶς. Κατὰ τρόπο θαυμαστὸ μέσα στὴ σιγὴ τοῦ χώρου αὐτοῦ καὶ ἐνώπιον τῆς θείας Παρουσίας, μπαίνουμε, ἔστω γιὰ μία στιγμή, στὸν Παράδεισο.
π. Ἰωάννου Μπρέκ, Στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.