Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤΟ VIBER. EΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΣΤΟΝ ΣΥΝΔΕΣΜΟ
Τα τεύχη του περιοδικού μας online
Τα τεύχη του περιοδικού μας online

Διαβάστε τα τεύχη online
(κλικ στην εικόνα)

ή αποθηκεύστε τα στο δίσκο σας από το μενού "Το Περιοδικό μας"

Άγιος Παΐσιος, Από τα Φάρασα στον Ουρανό
Άγιος Παΐσιος, Από τα Φάρασα στον Ουρανό

Δεῖτε ὅλα (9) τὰ Ἐπεισόδια τῆς σειρᾶς "ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ, ἀπὸ τὰ Φάρασα στὸν Οὐρανό"

Hχητικές ομιλίες † Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου
Hχητικές ομιλίες † Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου

Ηχητικές ομιλίες του π. Αυγουστίνου Καντιώτου ως Αρχιμανδρίτη και ως Επισκόπου
.
πατήσετε στην εικόνα
.
Αποθηκεύστε τις ομιλίες στον Η/Υ

Αυγουστίνος Καντιώτης – Ειδικό Αφιέρωμα Βίντεο του Συλλόγου
Αυγουστίνος Καντιώτης – Ειδικό Αφιέρωμα Βίντεο του Συλλόγου

Επεξεργασμένο βίντεο από τον Ιεραποστολικό Σύλλογο Κυριακή (κλικ στην εικόνα)

Ομιλίες του Ιερομονάχου π. Σάββα Αγιορείτη στην Κατερίνη σε ΒIΝΤΕΟ
Ομιλίες του Ιερομονάχου π. Σάββα Αγιορείτη στην Κατερίνη σε ΒIΝΤΕΟ

κλικ στην εικόνα
http://iskiriaki.com/wordpress/
archives/5948

ΑΚΡΟΑΣΗ ΟΜΙΛΙΩΝ ΣΕ ΣΥΝΕΧΗ ΡΟΗ

Κατεβάστε περισσότερες ομιλίες του π. Σάββα Αγιορείτη στον υπολογιστή σας
από εδώ

Ι. Μονές της Μητροπόλεως μας
Έντυπο «Ορθόδοξα Μηνύματα»
Έντυπο «Ορθόδοξα Μηνύματα»

Το ιεραποστολικό φυλλάδιο «Ορθόδοξα Μηνύματα» με τα κηρύγματα του μακαριστού ιεροκήρυκα Παναγιώτη Παναγιωτίδη

Συναξαριστής
Επισκέψεις
Flag Counter
Σύνδεση

Εγγραφή| Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Τοῦ Φιοντὸρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέσφκι

DostoviekiἩ Σόνια εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ κεντρικὰ πρόσωπα τοῦ μυθιστορήματος. Πρόκειται γιὰ μιὰ κοπέλα, ποὺ ἐνσαρκώνει στὴ διήγηση τὸ ἀγαθὸ καὶ τὸ δίκαιο. Ἡ Σόνια ἀναγκάζεται ἀπὸ τὴν μητριά της, τὴν Κατερίνα Ἰβάνοβα, νὰ ἐκδίδεται γιὰ νὰ ἐπιβιώσουν.
Ὁ μέθυσος πατέρας της, ὁ Μαρμελάντοβ, στὸ ἀπόσπασμα ποὺ ἀκολουθεῖ, ἐξομολογεῖται σὲ κάποιο καπηλειό.

Εὐγενέστατε κύριε, εὐγενέστατε κύριε, φώναξε σχεδὸν ὁ Μαρμελάντοβ κι ὄρθωσε τὸ κορμί του, ὤ, κύριέ μου, ἐσεῖς μπορεῖ νὰ γελᾶτε μ’ ὅλ’ αὐτά, ὅπως κι ὅλοι οἱ ἄλλοι καὶ μπορεῖ νὰ σᾶς ἐνοχλῶ κιόλας μ’ αὐτὲς τὶς μίζερες λεπτομέρειες τῆς οἰκογενειακῆς μου ζωῆς, ἔ, ἂς εἶναι. Ἐγὼ δὲ γελάω, διότι ἐγὼ ὅλ’ αὐτὰ μπορῶ καὶ τὰ αἰσθάνουμαι…
Κι ὅλην ἐκείνη τὴν παραδείσια μέρα τῆς ζωῆς μου κι ὅλο κεῖνο τὸ βράδυ τὸ πέρασα κι ἐγὼ κάνοντας ὄνειρα:
Καὶ πὼς δηλαδὴ θὰ τὰ κανονίσω ὅλα καὶ θὰ ντύσω τὰ μικρὰ κι αὐτὴ θὰ μπορέσει νὰ ξεκουραστεῖ καὶ τὴν κόρη μου τὴ μονάκριβη θὰ τὴν ἐπαναφέρω ἀπὸ τὴν ἀνυποληψία στοὺς κόλπους τῆς οἰκογενείας…
Καὶ πολλὰ ἄλλα καὶ πολλὰ ἄλλα…eglima-timoria
Εἶναι ἀνθρώπινα ὅλ’ αὐτά, κύριέ μου. Καὶ τὸ λοιπόν, κύριέ μου (ὁ Μαρμελάντοβ σὰν ν’ ἀνατρίχιασε ξαφνικά, σήκωσε τὸ κεφάλι του καὶ κοίταξε ἐπίμονα τὸν ἀκροατή του) καὶ τὸ λοιπὸν τὴν ἄλλη κιόλας μέρα, ὕστερ’ ἀπ’ ὅλ’  αὐτὰ τὰ ὄνειρα, δηλαδὴ ἔχουν περάσει ἀπὸ τότε πέντε εἰκοσιτετράωρα ἀκριβῶς, κατὰ τὸ βραδάκι, σούφρωσα στὰ κρυφὰ ἀπ’ τὴν Κατερίνα Ἰβάνοβνα τὸ κλειδὶ τοῦ σεντουκιοῦ της, πῆρα ὅ,τι εἶχε ἀπομείνει ἀπ’ τὸ μισθὸ ποὺ εἶχα φέρει, πόσα ἦταν ἀκριβῶς δὲ θυμᾶμαι πιὰ καὶ τώρα νά, κοιτάχτε με, εἶμαι ταπί! Πέμπτη μέρα λείπω ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ ἐκεῖ μὲ γυρεύουνε, πάει κι ἡ ὑπηρεσία, ἡ καθημερινὴ στολή μου βρίσκεται στὴ μπυραρία, στὴ Γέφυρα τῆς Αἰγύπτου, ἔναντι τῆς ὁποίας μοῦ δώσανε αὐτὴ τὴν ἐνδυμασία… καὶ πάει… τέλειωσαν ὅλα!
Ὁ Μαρμελάντοβ ἔδωσε μία μὲ τὴ γροθιά του στὸ μέτωπο, ἕσφιξε γερὰ τὰ δόντια, ἔκλεισε τὰ μάτια κι ἀκούμπησε βαριὰ μὲ τὸν ἀγκώνα στὸ τραπέζι.
Μὰ σὲ λίγο τὸ πρόσωπό του ἄλλαξε ξαφνικὰ ἔκφραση καὶ κοίταξε μὲ προσποιημένη μαγκιὰ καὶ ὑπερβολικὴ ἀναίδεια τὸν Ρασκόλνικοβ. Γέλασε κι εἶπε:
– Καὶ σήμερα ἤμουνα στῆς Σόνιας, πῆγα καὶ τῆς ζήτησα λεφτὰ νὰ πιῶ κάνα ποτήρι! Χέ-χέ-χέ!
Καὶ σοῦ ’δωσε; φώναξε κάποιος ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ μπήκανε πρὶν λίγο. Τὸ φώναξε κι ἔσκασε στὰ γέλια.
– Αὐτὴ ἐδῶ ἡ μισὴ μὲ τὰ δικά της λεφτὰ εἶναι ἀγορασμένη, πρόφερε ὁ Μαρμελάντοβ συνεχίζοντας νὰ μιλάει ἀποκλειστικὰ στὸν Ρασκόλνικοβ. Τριάντα καπίκια μοῦ ’δωσε ἀπ’ τὸ ἄνοιγμα τῆς πόρτας, μὲ τὰ ἴδια της τὰ χέρια, τὰ τελευταῖα της, μοῦ ’δωσε ὅ,τι εἶχε καὶ δὲν εἶχε, τὸ εἶδα μὲ τὰ μάτια μου…
Δὲν εἶπε τίποτα, μονάχα μὲ κοίταξε σιωπηλή… Δὲ θλίβονται ἔτσι στὴ γῆς, ὄχι, μονάχα ἐκεῖ πάνω θλίβονται  ἔτσι, στὸν οὐρανό, γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ κλαῖνε, δὲν τοὺς κατηγοροῦν, δὲν τοὺς μαλώνουν! Καὶ πονᾶν πιὸ πολύ, πονᾶν πιὸ πολὺ σὰν δὲν τοὺς μαλώνουν! Τριάντα καπίκια… ναί. Κι ὅμως τώρα τῆς χρειάζονται, ἔτσι;

Τί γνώμη ἔχετε, ἀγαπητέ μου κύριε; Γιατὶ τώρα πρέπει νὰ φροντίζει γιὰ τὴν καθαριότητα. Καὶ κοστίζει χρήματα αὐτὴ ἡ καθαριότητα, ἡ ἰδιαίτερη, καταλαβαίνετε; Καταλαβαίνετε; Ἔ, πρέπει ν’ ἀγοράσει καὶ πομάδες… Δὲ γίνεται νὰ μὴν τὶς ἀγοράσει… φοῦστες κολαριστές, κάνα ποδηματάκι ἔτσι πιὸ τσαχπίνικο γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ βγάλει
μπρὸς τὸ ποδαράκι της, ὅταν θὰ τύχει νὰ περάσει καμιὰ λούμπα μὲ νερὰ στὸ δρόμο. Καταλαβαίνετε, καταλαβαίνετε, κύριε, τί σημαίνει αὐτὴ ἡ καθαριότητα; Καὶ λοιπόν,
ἐγώ, ἐγὼ ὁ πατέρας της τῆς τὰ βούτηξα αὐτὰ τὰ τριάντα καπίκια γιὰ νὰ πιῶ! Καὶ πίνω! Καὶ τά ’πια κιόλας!…

Ἔ, ποιός λοιπὸν θὰ λυπηθεῖ ἕναν ἄνθρωπο σὰν καὶ μένα; Ἔ; Μὲ λυπάστε τώρα, κύριε, ἢ ὄχι; Λέγε, κύριε, μὲ λυπᾶσαι ἢ ὄχι;

Χέ-χέ-χέ-χέ!

Θέλησε νὰ ξαναγεμίσει τὸ ποτήρι του, μὰ δὲν εἶχε ἄλλο κρασί. Ἡ μισὴ ἦταν ἄδεια.
– Καὶ γιατί νὰ σὲ λυπηθεῖ, βρὲ σύ, φώναξε ὁ ταβερνιάρης ποὺ βρέθηκε πάλι δίπλα τους.
Ἀκούστηκαν γέλια, ἀκόμα καὶ βρισιές. Γελάγανε καὶ βρίζανε ὅσοι ἄκουγαν κι ὅσοι δὲν ἄκουγαν, ἔτσι, κοιτάζοντας μονάχα τὸ σουλούπι τοῦ ὑπάλληλου σὲ διαθεσιμότητα.

– Νὰ μὲ λυπηθεῖ! Γιατί νὰ μὲ λυπηθεῖ; οὔρλιαξε ξαφνικὰ ὁ Μαρμελάντοβ καὶ σηκώθηκε μὲ τὸ χέρι τεντωμένο μπροστά. Ἦταν κατενθουσιασμένος, λὲς καὶ τὸ μόνο
ποὺ περίμενε ἦταν τὰ λόγια ποὺ τοῦ εἶπε ὁ ταβερνιάρης…
– Γιατί νὰ μὲ λυπηθεῖ, μοῦ λές; Ναί. Δὲν ἀξίζω νὰ μὲ λυπηθοῦν! Ἐμένα πρέπει νὰ μὲ σταυρώσουν, νὰ μὲ καρφώσουν στὸ σταυρὸ κι ὄχι νὰ μὲ λυπηθοῦν! Σταύρωσέ τον, δίκαιε κριτή, κι ὅταν τὸν σταυρώσεις, λυπήσου τον. Καὶ τότε ἐγὼ μόνος μου θά ’ρθω νὰ μὲ σταυρώσεις διότι δὲν εἶναι ἡ εὐτυχία ποὺ διψῶ, μὰ ἡ θλίψη καὶ τὰ δάκρυα!…

Μήπως νομίζεις, ἔμπορα, πὼς τούτη ἡ μισὴ μὲ γλύκανε καθόλου; Τὴ θλίψη, τὴ θλίψη γύρευα στὸν πάτο της, τὴ θλίψη καὶ τὰ δάκρυα καὶ τὰ δοκίμασα καὶ τ’ ἀνακάλυψα καὶ θὰ μᾶς λυπηθεῖ Ἐκεῖνος, ὅστις ὅλους τοὺς λυπήθηκε καὶ ὅστις ὅλους καὶ ὅλα τὰ καταλάβαινε. Αὐτὸς ὁ Ἕνας, Αὐτὸς ὁ Κριτὴς θά ’ρθει κείνη τὴν ἡμέρα καὶ θὰ ρωτήσει: «Καὶ ποῦ εἶναι ἡ θυγάτηρ ἥτις ἐθυσίασε τὸν ἑαυτό της στὴν κακὴ καὶ φθισικὴ μητριά, στὰ ξένα μικρὰ παιδία; Ποῦ εἶναι ἡ θυγάτηρ ἥτις τὸν πατέρα της τὸν ἐπίγειο, τὸν μεθύστακα, τὸν ἀκόλαστο, τὸν λυπήθηκε χωρὶς νὰ φρίξει γιὰ τὴ θηριωδία του;».
Καὶ θὰ πεῖ: « Ἔλα! Σὲ συγχώρησα ἤδη μιὰ φορά. Σὲ συγχώρησα… Ἀφίενταί σοι λοιπὸν καὶ τώρα αἱ ἁμαρτίαι σου αἱ πολλαί, ὅτι πολὺ ἠγάπησας…».
Καὶ θὰ συγχωρήσει τὴ Σόνια μου, θὰ τὴ συγχωρήσει, τὸ ξέρω πὼς θὰ τὴ συγχωρήσει… Αὐτό… ὅταν πῆγα καὶ τὴ βρῆκα, τό ’νιωσα βαθιὰ μέσ’ στὴν καρδιά μου!…
Κι ὅλους θὰ τοὺς δικάσει καὶ θὰ τοὺς συγχωρέσει καὶ τοὺς καλοὺς καὶ τοὺς κακοὺς καὶ τοὺς σοφοὺς καὶ τοὺς πράους…
Κι ὅταν πιὰ θά ’χει τελειώσει μ’ ὅλους, τότε θὰ πεῖ καὶ σὲ μᾶς: «Βγεῖτε», θὰ πεῖ, «καὶ σεῖς! Βγεῖτε, μεθυσμένοι, βγεῖτε, ἀδύναμοι, βγεῖτε, ντροπιασμένοι». Καὶ μεῖς θὰ βγοῦμε ὅλοι, χωρὶς νὰ ντραποῦμε καὶ θὰ σταθοῦμε μπροστά του.
Καὶ θὰ πεῖ: «Εἶστε γουρούνια! Ἔχετε ζώου μορφὴ καὶ τὴ σφραγίδα του, ὅμως ἐλᾶτε καὶ σεῖς!».
Καὶ θὰ εἴπωσιν οἱ σοφοὶ καὶ θὰ εἴπωσιν οἱ σώφρονες: «Κύριε, ἵνα τί προσδέχεσαι αὐτούς»; Καὶ θὰ πεῖ: «Τοὺς προσδέχομαι, σοφοί, τοὺς προσδέχομαι, σώφρονες, διότι οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἐθεώρει ἑαυτὸν ἄξιον τούτου…».
Καὶ θὰ μᾶς ἁπλώσει τὸ χέρι κι ἐμεῖς θὰ πέσουμε στὰ γόνατα… καὶ θὰ κλάψουμε… κι ὅλα θὰ τὰ καταλάβουμε!
Τότε ὅλα θὰ τὰ καταλάβουμε!…
Κι ὅλοι θὰ καταλάβουν… κι ἡ Κατερίνα Ἰβάνοβνα καὶ κείνη θὰ καταλάβει!…
Θεέ μου, ἐλθέτω ἡ Βασιλεία Σου!
Κι ἀφέθηκε νὰ πέσει στὸν πάγκο ἐξαντλημένος κι ἀποκαμωμένος, χωρὶς νὰ κοιτάζει κανέναν, σὰν νὰ ξέχασε τί γίνεται γύρω του καὶ νά ’πεσε σὲ βαθιὰ συλλογή.
Τὰ λόγια του ἔκαναν κάποια ἐντύπωση. Γιὰ λίγο ἔγινε σιωπή, μὰ γρήγορα ἀντήχησαν καὶ πάλι τὰ γέλια κι οἱ βρισιές.
– Μωρὲ δικηγόρος!
– Τρίχες!
– Ὑπάλληλος δὲν εἶναι;

Ἀπὸ τὸ βιβλίο Ἔγκλημα καὶ τιμωρία, τόμος Α΄,
ἐκδ. Γκοβόστη. Μτφρ. Ἄρης Ἀλεξάνδρου.

Αφήστε μια απάντηση