Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤΟ VIBER. EΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΣΤΟΝ ΣΥΝΔΕΣΜΟ
Τα τεύχη του περιοδικού μας online
Τα τεύχη του περιοδικού μας online

Διαβάστε τα τεύχη online
(κλικ στην εικόνα)

ή αποθηκεύστε τα στο δίσκο σας από το μενού "Το Περιοδικό μας"

Άγιος Παΐσιος, Από τα Φάρασα στον Ουρανό
Άγιος Παΐσιος, Από τα Φάρασα στον Ουρανό

Δεῖτε ὅλα (9) τὰ Ἐπεισόδια τῆς σειρᾶς "ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ, ἀπὸ τὰ Φάρασα στὸν Οὐρανό"

Hχητικές ομιλίες † Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου
Hχητικές ομιλίες † Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου

Ηχητικές ομιλίες του π. Αυγουστίνου Καντιώτου ως Αρχιμανδρίτη και ως Επισκόπου
.
πατήσετε στην εικόνα
.
Αποθηκεύστε τις ομιλίες στον Η/Υ

Αυγουστίνος Καντιώτης – Ειδικό Αφιέρωμα Βίντεο του Συλλόγου
Αυγουστίνος Καντιώτης – Ειδικό Αφιέρωμα Βίντεο του Συλλόγου

Επεξεργασμένο βίντεο από τον Ιεραποστολικό Σύλλογο Κυριακή (κλικ στην εικόνα)

Ομιλίες του Ιερομονάχου π. Σάββα Αγιορείτη στην Κατερίνη σε ΒIΝΤΕΟ
Ομιλίες του Ιερομονάχου π. Σάββα Αγιορείτη στην Κατερίνη σε ΒIΝΤΕΟ

κλικ στην εικόνα
http://iskiriaki.com/wordpress/
archives/5948

ΑΚΡΟΑΣΗ ΟΜΙΛΙΩΝ ΣΕ ΣΥΝΕΧΗ ΡΟΗ

Κατεβάστε περισσότερες ομιλίες του π. Σάββα Αγιορείτη στον υπολογιστή σας
από εδώ

Ι. Μονές της Μητροπόλεως μας
Έντυπο «Ορθόδοξα Μηνύματα»
Έντυπο «Ορθόδοξα Μηνύματα»

Το ιεραποστολικό φυλλάδιο «Ορθόδοξα Μηνύματα» με τα κηρύγματα του μακαριστού ιεροκήρυκα Παναγιώτη Παναγιωτίδη

Συναξαριστής
Επισκέψεις
Flag Counter
Σύνδεση

Εγγραφή| Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

image001(1605)Γράφει ὁ Πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Μεταλληνός, Ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών

 1ον)

Ἡ ἔνταξη τῆς Ἑλλάδος στὴν Ἑνωμένη Εὐρώπη τὸ 1992 γιορτάστηκε ἀπὸ τοὺς εὐρωπαϊστές μας (ἢ «εὐρωλιγούρηδες» κατὰ τὸν πάντα εὔστοχο συνάδελφο Κώστα Ζουράρη) ὡς ἡ μεγάλη ἐλπίδα μας καὶ ἀρχὴ μιᾶς περίλαμπρης περιόδου τῆς ἱστορικῆς μας πορείας.

Ὑπῆρξαν ὅμως καὶ οἱ γνῶστες τῆς ἱστορίας μας καὶ τῆς μακραίωνης σχέσεώς μας μὲ τὴν Εὐρώπη, τὴν «Δύση» τῶν Πατέρων μας, ποὺ ἔβλεπαν τὴν Εὐρώπη ὄχι ὡς ἐλπίδα, ἀλλὰ ὡς ἀπειλή μας. Ἡ Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας μας τιμητικά μοῦ ἀνέθεσε τὸ 1988 τὴ σύνθεση μιᾶς σχετικῆς μελέτης γιὰ τὴν ἐνημέρωση κυρίως τῆς Νεολαίας μας. Τὸ ἐρώτημα ἦταν: Τί σημαίνει ἡ Εὐρώπη γιὰ τὸν ὀρθόδοξο Ἕλληνα, τὸν Ρωμηό; Ἡ ἀπάντησή μου ἐδόθη μὲ μιά μελέτη μὲ τὸν τίτλο: 1992: Ἀπειλή ἢ ἐλπίδα;

Κάποιοι ἀναγνῶστες της τὴν θεώρησαν ἀργότερα «προφητική». Ἡ ἀπάντησή μου ὅμως ἦταν – καὶ εἶναι – ὅτι ἕνας ἱστορικὸς ἐρευνητὴς κινεῖται μέσα σὲ νομοτέλειες, καὶ συνεπῶς εἶναι εὔκολο νὰ προβλέψει τὶς ἐξελίξεις καὶ χωρὶς νὰ ἔχει, ὅπως ὁ γράφων, «προορατικὸ χάρισμα»! Πόσον μᾶλλον, ὅταν στὴ μελέτη καὶ ἔρευνα τῆς ἱστορίας ἔχει ὀρθόδοξες προϋποθέσεις, ὁπότε βλέπει τὰ πράγματα, παρελθόντα καὶ παρόντα, μὲ τὰ ἁγιασμένα μάτια τῶν Ἁγίων μας. Καὶ τότε ἡ κρίση εἶναι ἀκριβὴς καὶ δικαία. Ὅποιος πλησιάζει πατερικὰ τὴ Δύση, ποὺ δυστυχῶς παραμένει ἀμετανόητη, σὲ κάθε συνάντηση μαζί της ἐπαναλαμβάνει αὐθόρμητα τὸ ἐρώτημα – ἀπορία τοῦ Ναθαναὴλ (Ἱω. 1, 47): «Ἐκ Δύσεως δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι;» Τὸ ἐρώτημα ὅμως αὐτὸ μπορεῖ νὰ λάβει – σήμερα ἰδιαίτερα – καὶ τὴν μορφή: «Ἐκ τῶν δυτικοπλήκτων ἡμετέρων, δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι;».

Γιὰ τὴν ἀναθέρμανση καὶ τὴν ὀρθόδοξη προσέγγιση τοῦ προβλήματος: Ἡ Ὀρθόδοξος Ἑλλὰς στὴν Ἑνωμένη Εὐρώπη, μὲ τὴν προτροπὴ ἀγαπητῶν Ἀδελφῶν ἀναδημοσιεύονται τὰ βασικὰ σημεῖα τῆς μελέτης μας ἐκείνης. Σπεύδουμε δὲ νὰ δηλώσουμε, ὅτι οἱ θέσεις μας δὲν εἶναι κομματικές, οὔτε θέτουμε τὸ κομματικὸ δίλημμα: «ἐντὸς ἢ ἐκτός τῆς Εὐρώπης», ἀλλὰ βοηθοῦν στὴν κατανόηση τοῦ τί σημαίνει γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα ἡ παρουσία μας μέσα στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση, ὥστε νὰ μὴ ζοῦμε μὲ ψευδαισθήσεις. Ἐγράφαμε, λοιπόν, τὸ 1988/89 τὰ ἀκόλουθα.

* * *

Ἡ ἰδέα τῆς Πανευρώπης

Τὸ ἔτος 1992 ἀναμένεται ὡς ἔτος ὁρόσημο στὴν ἱστορικὴ πορεία τῶν λαῶν τῆς Εὐρώπης. Κατ᾽ αὐτὸ θὰ ἀνοίξει μία νέα ἐποχή, μία νέα περίοδο στὴν εὐρωπαϊκὴ πραγματικότητα. Θὰ εἶναι ἡ περίοδος τῆς «Ἑνωμένης» Εὐρώπης ἢ Πανευρώπης. Ὁ τελευταῖος ὅρος διαμορφώθηκε ἤδη κατὰ τὸν β´ παγκόσμιο πόλεμο καὶ δείχνει ἔτσι ὅτι ἡ ἰδέα τῆς εὐρωπαϊκῆς ἑνότητος ἀνέκυψε ὡς ἐπιτακτικὸ αἴτημα μέσα στὶς φλόγες καὶ τὰ συντρίμμια τοῦ καταστρεπτικότερου πολέμου τῶν τελευταίων αἰώνων, ποὺ ἦταν στὴν οὐσία του πόλεμος εὐρωπαϊκός, πρὶν γίνει καὶ παγκόσμιος. Ἡ ἰδέα ὅμως τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης εἶχε γεννηθεῖ πολὺ ἐνωρίτερα, ἤδη δὲ ὁ Μ. Ναπολέων τὴν εἶχε καταστήσει πρωταρχικό του στόχο, μέσα στὸ πλαίσιο φυσικὰ τῶν δικῶν του ἐπεκτατικῶν σχεδίων, τὴν ὑποστήριζε δὲ μὲ πάθος καὶ ὁ μεγαλύτερος Ἕλληνας εὐρωπαϊστὴς τῶν τελευταίων αἰώνων, ὁ «εὐρωπαῖος» πολίτης Ἀδαμάντιος Κοραῆς (1748 1833).

Ἕνα τέτοιο ὅραμα, συνεπῶς, ποὺ ἀποβλέπει στὴ συμφιλίωση τῶν εὐρωπαϊκῶν λαῶν, στὴν ἄρση τῶν διχονοιῶν τους καὶ κυρίως στὴν ἐλεύθερη ἀπόφασή τους νὰ ἑνώσουν τὶς τύχες καὶ τὴ ζωή τους, δὲν εἶναι δυνατὸν παρὰ νὰ γίνεται δεκτὸ μὲ ἐνθουσιασμὸ ἀπὸ κάθε κάτοικο αὐτῆς τῆς ἠπείρου, ὁ ὁποῖος βλέπει συνεχῶς νὰ ἀπειλεῖται, οἰκονομικὰ μὲν ἀπὸ τὶς δύο ὑπερδυνάμεις (Η.Π.Α. καὶ Σοβιετικὴ Ἕνωση), πνευματικὰ δὲ καὶ πολιτιστικὰ ἀπὸ τὸν ἀραβικὸ – μουσουλμανικὸ φανατισμό, ποὺ ἔχει ἀναζωπυρωθεῖ στοὺς καιρούς μας.

Ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἑνότητα εἶναι εὐνόητο νὰ ἀπασχολεῖ καὶ τὸ δικό μας λαό, δεδομένου μάλιστα ὅτι ἡ Χώρα μας εἶναι ἤδη μέλος τῆς Εὐρωπαϊκῆς Κοινότητας (1981), τὸ δὲ 1992 δημιουργεῖ ἤδη πολλὰ ἐρωτηματικὰ γιὰ τὶς συνέπειες ποὺ θὰ ἔχει τελικὰ ἡ θέση τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους μέσα στὴν εὐρύτερη εὐρωπαϊκὴ οἰκογένεια. Βέβαια, ὑπάρχουν καὶ οἱ ἐνθουσιώδεις εὐρωπαϊστὲς – συνεχιστὲς τῆς γραμμῆς τοῦ Κοραῆ, γιὰ τοὺς ὁποίους ἡ ἔνταξή μας στὴν Ἑνωμένη Εὐρώπη ἰσοδυναμεῖ αὐτόχρημα μὲ σωτηρία. Οἱ κρίσεις γιὰ τὴν εὐρωπαϊκὴ ἑνοποίηση εἶναι ἰδιαίτερα θετικές, ὅταν ὑπερισχύουν τὰ οἰκονομικο-πολιτικὰ κριτήρια καὶ ἐξαίρονται τὰ ἀναμενόμενα ἀπ᾽ αὐτὴν οἰκονομικὰ ὀφέλη1. Μολονότι καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ οἱ ἐπιφύλαξεις εἶναι πολλὲς2. Οἱ ἐπιφυλακτικοὶ ὅμως σ᾽ αὐτὸ τὸ ἄνοιγμα τοῦ Ἔθνους μας δὲν μποροῦν νὰ διώξουν ἀπὸ τὴ σκέψη τους μίαν Εὐρώπη, ποὺ ἐπὶ δέκα αἰῶνες — ἀπὸ τὸ σχίσμα μέχρι σήμερα— δὲν ἔπαυσε νὰ ἐπιβουλεύεται τὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, καὶ μάλιστα τὸν Ἑλληνισμό, ποὺ ἔχει ταυτισθεῖ ἱστορικὰ μὲ τὴν Ὀρθοδοξία.

Ἡ ἅλωση τῆς Πόλης ἀπὸ τοὺς Φράγκους (1204), ἡ προπαγανδιστικὴ δραστηριότητα τῶν Δυτικοευρωπαίων στὴν ὑπόδουλη Ἀνατολή, ἡ Μικρασιατικὴ Καταστροφὴ (1922) καὶ ἡ τραγωδία τῆς Κύπρου (1974)εἶναι τὰ ἐντονότερα ὁρόσημα αὐτῆς τῆς «προδοσίας» τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ Εὐρώπη3. Τί μπορεῖ νὰ περιμένει ἡ Ἑλλάδα ἀπὸ μιὰ τέτοια Εὐρώπη;4 εἶναι τὸ ἐρώτημα τῶν ἐπιφυλακτικῶν ποὺ δὲν μπορεῖ, φυσικά, νὰ τὸ παραβλέψει κανεὶς ἀβασάνιστα.

Τί μπορεῖ νὰ σημαίνει λοιπὸν ἡ Ἑνωμένη Εὐρώπη γιὰ τὸν σημερινὸ Ἑλληνισμό; Εἶναι ἡ μεγάλη του ἀπειλὴ ἢ ἡ χρυσή του ἐλπίδα;

Σ᾽ αὐτὸ τὸ δίλημμα θὰ προσπαθήσουμε νὰ δώσουμε μιάν ἀπάντηση, ἐντοπίζοντας τὸν προβληματισμὸ ἰδιαίτερα στὸ χῶρο τῆς Ἑλληνικῆς Νεολαίας, ἡ ὁποία βρίσκεται, ὅπως θὰ δοῦμε, στὸ ἐπίκεντρο τῆς ἀγωνίας γιὰ τὴν Εὐρώπη τοῦ 1992.

1) Ἡ Εὐρώπη «χωρὶς σύνορα»: σχεδιασμοὶ καὶ στόχοι

Ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ κείμενα τῆς «Ἐπιτροπῆς τῶν Εὐρωπαϊκῶν Κοινοτήτων», πρῶτος καὶ μεγάλος στόχος τῶν Χωρῶν – Μελῶν τῆς Ε.Ο.Κ. εἶναι ἡ «Εὐρώπη Νέων Ὁριζόντων» ἢ ἡ «Εὐρώπη χωρὶς σύνορα», κάτι ποὺ θὰ πραγματοποιηθεῖ μὲ τὴν ἐλεύθερη διακίνηση ἀτόμων, ἀγαθῶν καὶ ἰδεῶν, τὴν εὐθυγράμμιση τῶν ἐθνικῶν ἐπιλογῶν τοῦ ἰδιαιτέρου δικαίου κάθε Χώρας – Μέλους μὲ τοὺς στόχους τῆς ΕΟΚ καὶ τὴν κοινὴ πολιτικὴ δράση καὶ στοχοθεσία γιὰ μιά ἑνιαία εὐρωπαϊκὴ πολιτική, πρὸς τὰ μέσα καὶ πρὸς τὰ ἔξω. Στὴν κατεύθυνση αὐτὴ καλοῦνται νὰ ὑπηρετήσουν ὅλα τὰ ὑπάρχοντα μέσα, μὲ πρῶτα αὐτὰ τῆς μαζικῆς ἐνημέρωσης, ἄρχισαν δὲ ἤδη νὰ συντελοῦνται διεργασίες, οἱ ὁποῖες δίχως ὑπερβολὴ θὰ ἀποδειχθοῦν ἱστορικὲς γιὰ τὴν μελλοντικὴ φυσιογνωμία τῆς ἠπείρου μας.

Ἡ στοχοθεσία αὐτὴ σημαίνει ἀληθινὴ ἐπανάσταση στὸν εὐρωπαϊκὸ χῶρο, πραγματικὴ κοσμογονία κι ἔτσι φαίνεται νὰ κατανοεῖται ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἑνότητα ἀπὸ τὸν πρόεδρο τῆς ΕΟΚ Ζὰκ Ντελόρ. Σὲ συνέντευξή του μὲ τίτλο: «Πῶς φθάσαμε ἀπὸ τὴν ΕΟΚ τῶν μονοπωλίων στήν πρόκληση τοῦ 19925 δήλωσε, ὅτι τὸ 1992 «ἡ Εὐρώπη ἐκτοξεύεται σὲ νέα τροχιά». Στὴ συνείδηση, συνεπῶς, τῶν πρωτεργατῶν τῆς εὐρωπαϊκῆς ἑνοποίησης κυριαρχεῖ ἡ ἰδέα τῆς μεγάλης ἀλλαγῆς, ἡ ὁποία συνδέεται μὲ τὴ δημιουργία στοὺς λαοὺς τῆς Εὐρώπης μιᾶς νέας συνειδήσεως, τῆς εὐρωπαϊκῆς.

Ἡ συνείδηση τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου – πολίτη εἶναι τὸ μόνιμο αἴτημα, ἄλλωστε, ὅλων τῶν εὐρωπαϊστῶν. Τὸ ἐρώτημα ὅμως ἐδῶ εἶναι, ποιὰ σχέση μπορεῖ νὰ ἔχει αὐτὴ ἡ συνείδηση μὲ τὴν ἑλληνική, ἤ καλύτερα τὴν ἑλληνορθόδοξη συνείδηση, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν πεμπτουσία τοῦ Ἕλληνα – Eὐρωπαίου. Τὸ πνεῦμα τῶν Κοινοτικῶν κειμένων εἶναι, ὅτι πρεπει νὰ δημιουργηθοῦν κοινὲς συνήθειες,

γιὰ νὰ διαμορφωθεῖ βαθμιαῖα ἑνιαῖος τύπος ἀνθρώπου, ὁ Εὐρωπαῖος ἄνθρωπος. Αὐτὸ ὑποβοηθεῖται μὲ τὴν καθιέρωση ἑνιαίων καταναλωτικῶν προτύπων γιὰ τὴν διευκόλυνση τῆς κινητικότητας καὶ ἀλληλοπροσέγγισης. Εὐνόητο ἔτσι εἶναι, ὅτι κάθε ἐθνικὴ ἰδιαιτερότητα πρέπει νὰ ἰσοπεδωθεῖ, ἤ τοὐλάχιστο νὰ ἀμβλυνθεῖ, ἔστω καὶ ἄν αὐτὸ δὲν ζητεῖται -ἀκόμη- ρητὰ καὶ ἐκπεφρασμένα. Συνάγεται ὅμως ἀπὸ τὴν προοδευτικὰ ἐπιβαλλόμενη ἑνιαία νομοθεσία (Κοινοτικὸ Δίκαιο), ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἑνιαιοποίηση τοῦ τρόπου ζωῆς καὶ τῆς κοινωνικῆς πραγματικότητος, καὶ στὴν δημιουργία ἑνὸς νέου ἤθους, τὸ ὁποῖο διαφοροποιεῖται διαμετρικὰ ἀπὸ τὸ ἑλληνορθόδοξο.

Ἡ πολιτικὴ καὶ κοινωνικοοικονομικὴ ἀλλαγή, ποὺ εἰσάγεται στὴ Χώρα μας, γιὰ νὰ καταστεῖ δυνατὴ ἡ πλήρης ἔνταξή της στὴν Ἑνωμένη Εὐρώπη, λειτουργεῖ μέχρι στιγμῆς ὡς μετακένωση μονομερῶς ἀπὸ τὴν εὐρωπαϊκὴ πραγματικότητα πρὸς τὴν ἑλληνική.

Καὶ αὐτὸ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ δικαιολογεῖ τὶς ἀνησυχίες. Τὶς διαστάσεις αὐτῆς τῆς μετακενωτικῆς διαδικασίας ἔχει ἐπισημάνει ὁ συνθέτης Μίκης Θεοδωράκης σὲ πρόσφατη συνέντευξή του:6 «Νομίζω -λέγει ἐκεῖ- ὅτι μετὰ τὸ 1992 ὅλα τὰ ὑπάρχοντα παραδοσιακὰ πολιτικὰ σχήματα, ὅλα τὰ θεσμικὰ πλαίσια, θὰ δοκιμασθοῦν σκληρά. Ἴσως μερικὰ καὶ νὰ ξεπερασθοῦν ἀπὸ τὴν νέα πραγματικότητα. Ἡ νεο – βιομηχανικὴ ἐποχὴ θὰ πλημμυρίσει τὴ Χώρα μὲ μιὰ νέα πολιτική, κοινωνικὴ καὶ πολιτιστικὴ κουλτούρα». Θὰ προηγηθεῖ «ἕνα πρωτοφανὲς ἀνακάτωμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο εἶναι φυσικὸ νὰ προκύψουν νέα κοινωνικά, πολιτικὰ καὶ πολιτιστικὰ δεδομένα». Ἡ διαθρυλλούμενη δηλαδὴ καθολικὴ ἀλλαγὴ θεωρεῖται ἀναπόφευκτη. Πρόκειται, συνεπῶς, γιὰ μιὰ πολυδιάστατη μεταστοιχείωση, ποὺ ἁπλώνεται, καὶ στὸ δικό μας βιωτικὸ χῶρο, γιὰ μιὰ πραγματικὰ «νέα ἐποχή», ποὺ θὰ συνδυάζει, ἰδιαίτερα γιὰ τὸν Ἑλληνισμό, ἕνα νέο ὑπαρκτικὸ πλαίσιο καὶ ἕνα νέο τρόπο ὑπάρξεως.

Αὐτοὶ οἱ στόχοι εἶναι εὐνόητο, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο, νὰ ἐνδιαφέρουν τὴ Νεολαία. Γιατὶ οἱ σημερινοί μας Νέοι θὰ εἶναι οἱ πολίτες τοῦ νέου αὐτοῦ κόσμου, ποὺ οἰκοδομεῖται ἀπὸ μᾶς τοὺς μεταλυτέρους. Κυρίως στὰ πρόσωπα τῆς σημερινῆς Νέας Γενιᾶς θὰ δοθεῖ μετὰ τὸ 1992 ἡ μάχη, μέσα στὴν ἴδια τὴν ἀδυσώπητη νέα πραγματικότητα, ἀνάμεσα στὴν ἑλληνορθόδοξη παράδοση καὶ τὴ νέα «πολιτική, κοινωνικὴ καὶ πολιτιστικὴ κουλτούρα». Ὅτι δὲ αὐτὸ δὲν εἶναι ἁπλὴ εἰκασία, φαίνεται ἀπὸ τὸ ἐνδιαφέρον τῆς ἴδιας τῆς Ε.Ε. γιὰ τὴν προετοιμασία τῆς Νεολαίας γιὰ τὴν πραγματοποίηση τοῦ ὁράματος τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης.

Ἡ Εὐρωπαϊκὴ Κοινότητα φαίνεται νὰ ρίχνει μεγάλο βάρος στὴ συμβολὴ τῆς Νεολαίας στὴν οἰκοδομὴ τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνοποίησης. Γι᾽ αὐτὸ δαπανᾶ τεράστια ποσὰ καὶ ἀναλίσκει ἀνυπολόγιστες δυνάμεις γιὰ τὴν ἀκριβὴ καὶ ἀπρόσκοπτη ἀνάπτυξη καὶ ἐφαρμογὴ τῶν συναφῶν προγραμμάτων της. Ἡ σημερινὴ Νέα Γενιὰ εἶναι, ἄλλωστε, ἐκείνη, ποὺ θὰ ἀναλάβει αὔριο νὰ κάμει πραγματικότητα ὅλα τὰ εὐρωπαϊκὰ σχέδια.7 Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἑνότητα ἀποτελεῖ οὐσιαστικὰ πρόκληση πρῶτα γιὰ τὴ Νεολαία μας, τὴ Γενιὰ ποὺ κρατεῖ στὰ χέρια της τὴ συνέχεια ἤ ἀσυνέχεια τῆς ἑλληνικῆς παράδοσης μέσα στὴ εὐρύτατη εὐρωπαϊκὴ χοάνη.

Ὅλες ἐξ ἄλλου οἱ ἐπιπτώσεις τῆς εὐρωπαϊκῆς ἑνοποίησης γιὰ τὸν Τόπο μας, θετικὲς ἤ ἀρνητικές, αὐτὴ τὴ Νεολαία θὰ ἔχουν αὔριο ὡς κυμοτοθραύστη.

Ὁ χῶρος στὸν ὁποῖο ἡ Ε.Ε. μπορεῖ νὰ συντονίσει τὶς προσπάθειές της γιὰ τὴν εὐρωπαϊκὴ καλλιέργεια τῆς Νεολαίας ὅλων τῶν Χωρῶν της εἶναι ἡ Παιδεία. Στὸ τεῦχος τῆς Κοινότητος μὲ τίτλο: «Ἡ ἐκπαίδευση στὴν Εὐρωπαϊκὴ Κοινότητα. Μεσοπρόθεσμες προοπτικές: 1989 – 1992»8 ἐπισημαίνονται τὰ ἀκόλουθα: Ὁ βασικὸς στόχος τῆς Κοινότητος εἶναι ἡ προώθηση «τῆς οἰκονομικῆς καὶ κοινωνικῆς συνοχῆς στὴν Κοινότητα» (1,1). Μέσα σ᾽αὐτὴ τὴν προοπτικὴ ἡ ἐκπαίδευση ἐντάσσεται σὲ ἕνα πλαίσιο» (1,1). «Τὰ συστήματα ἐκπαίδευσης καὶ κατάρτισης θὰ πρέπει νὰ συμβάλουν στὴν ἐπίτευξη αὐτῶν τῶν στόχων καὶ ἄρα στὴ δημιουργία τῶν ἀπαραιτήτων συνθηκῶν γιὰ τὴν οἰκονομικὴ καὶ κοινωνικὴ συνοχὴ τῆς Κοινότητας» (1,3). Ἡ στοχοθεσία, ὅμως αὐτὴ ἐπιβάλλει τὴ δημιουργία ἑνός: ἑνιαίου τύπου ἀνθρώπου στὴν Εὐρώπη, τοῦ «εὐρωπαίου πολίτη» (2,7). Ἡ πραγμάτωση αὐτοῦ τοῦ στόχου θὰ ἐπιτευχθεῖ σὲ διάφορα ἐπίπεδα. Πρῶτα μὲ «τὴν προώθηση τῆς εὐρωπαϊκῆς διάστασης» στὰ Σχολεῖα, τὴν ἐπιστράτευση δηλαδὴ τῆς Παιδείας στὴν ἐξυπηρέτηση τοῦ στόχου.

Παράλληλα, μὲ τὴν «ἐξάλειψη τῶν περιορισμῶν, ποὺ ἐμποδίζουν τὴν ἐλεύθερη κυκλοφορία ἀτόμων καὶ ἰδεῶν μέσα στὴν Κοινότητα» (2,6). Μὲ τὴν καλλιέργεια τοῦ ἐνδιαφέροντος «γιὰ πολλαπλὴ πολιτιστικὴ καὶ πολιτισμικὴ παιδεία καὶ ἐξάλειψη τοῦ ρατσισμοῦ καὶ τῆς ξενοφοβίας». Μὲ τὴν «συνεχὴ ἐντατικοποίηση τῆς εὐρωπαϊκῆς ἰδέας στὸ μυαλὸ ἐκείνων, ποὺ καταστρώνουν τὴν πολιτικὴ στὸν τομέα τῆς παιδείας,

καθὼς καὶ ἐκείνων, ποὺ τὶς ἐφαρμόζουν σ᾽ ὅλα τὰ ἐπίπεδα» (2,7). Γι᾽ αὐτὸ ἐπιζητεῖται ἡ εἰδικὴ «κατάρτιση τῶν «ἐκπαιδευτικῶν»,ὥστε «νὰ προωθηθεῖ ταχεία σύγκλιση τῶν διαφόρων φιλοσοφικῶν προσεγγίσεων καὶ πρακτικῶν σ᾽ αὐτὸ τὸν τομέα» (3, 11,12). Τὰ ὑποδεικνυόμενα μέσα εἶναι: «Μεταρρύθμιση στὴν ὑποχρεωτικὴ παιδεία» (σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα τῆς Κοινότητας) (3) καὶ δημιουργία εὐρωπαϊκῆς ἰδέας στοὺς Νέους»·(3,6), γιὰ νὰ μποροῦν νὰ «συμμετέχουν ἄμεσα στὴν οἰκοδόμηση τῆς Εὐρώπης τους».

Ἡ Κοινότητα, συνεπῶς, ἐπιδιώκει μὲ ὅλα τὰ εἰς τὴν διάθεσή της μέσα, καὶ κυρίως μὲ τὴν παιδεία, νὰ δημιουργήσει ἕνα ἑνιαῖο τύπο εὐρωπαίου ἀνθρώπου κάτι ποὺ ἀμέσως ἔρχεται σ᾽ ἀντίθεση μὲ τὴ δική μας ἱστορικὴ πράξη, ἐφ᾽ ὅσον, ὅπως εἶναι γνωστό, ἄν ἐπέζησε ὁ Ρωμηὸς στὴ μακρὰ δουλεία του καὶ δὲν ἀλλοτριώθηκε, τὸ ὀφείλει στὸ γεγονός, ὅτι ἡ παράδοσή του τὸν διαφοροποιοῦσε ριζικὰ καὶ ἀπὸ τὸν Δυτικό – Εὐρωπαῖο καὶ ἀπὸ τὸν Ὀθωμανό. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀκριβῶς ἀρχίζει ἡ προβληματικὴ τῆς δικῆς μας ἔνταξης στὴν Ἑνωμένη Εὐρώπη.

Γιατὶ τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι τόσο οἰκονομικὸ καὶ πολιτικὸ ὅσο πνευματικὸ καὶ πολιτιστικό.

Σημειώσεις:

* Τὸν ὅρο ἐχρησιμοποίησε ὁ ἑλληνικῆς καταγωγῆς μεγάλος Εὐρωπαϊστὴς Ρ. Κούντενχοφ – Καλλέργης

στὸ ὁμώνυμο σύγγραμμά του τὸ 1923 (στὰ γερμανικά). (Ἑλλην. μετάφρ. στὰ 1927, μὲ πρόλογο τοῦ διεθνολόγου Γ. Στρέϊτ).

1. Βλ. π.χ. τὸ ἄρθρο τοῦ Π.Κ. Ἰωακειμίδη, Τὶ εἶναι ἐπιτέλους τὸ «1992»; (Οἰκονομικὸς Ταχυδρόμος, 26.5.1988, σ. 26-30). Εὐρύτερα ἀναλύεται ὁ σχετικὸς προβληματισμὸς στὴ μελέτη του: Οἱ ἐξωτερικὲς οἰκονομικὲς σχέσεις καὶ ἡ πολιτικὴ τῆς Εὐρωπαϊκῆς Κοινότητας, Ἀθήνα 1981.

2.Παραπέμπουμε ἐνδεικτικὰ στὴ συνέντευξη τοῦ ἕλληνα καθηγητῆ στὸ Παρίσι Κώστα Βεργόπουλου, ποὺ δημοσιεύθηκε στὴν ἐφημ. «Κυριακάτικη Ἐλευθεροτυπία», στὶς 11 Δεκεμβρίου 1988, σ. 10-11. Στὸν καθημερινὸ Τύπο ἐμφανίζονται συχνὰ ἄρθρα, τὰ ὁποῖα μὲ μεγάλη ἐπιφυλακτικότητα ἤ καὶ σαφὴ δυσπιστία ἀντιμετωπίζουν τὴν οἰκονομικὴ πλευρὰ τῆς συνδέσεώς μας μὲ τὴν Εὐρώπη, ἐπισημαίνοντας τὴν ἀναμενόμενη ζημία.

3. Ὁ ὅρος («προδοσία») χρησιμοποιήθηκε ἀπὸ τὸν ἄγγλο ἱστορικὸ etnle Bradford στὸ σπουδαῖο βιβλίο

του: The great Betrayal, London 1966 (γερμ. μετάφρ. Eva Henmann, Der Verrat von 1204, Berlin 1978). 4. Τὴν σχετικὴ προβληματικὴ ἀναπτύσσει ὁ καθηγ. Χρ. Γιανναρᾶς στὸ βιβλίο του: Ἡ νεοελληνικὴ ταυτότητα, Ἀθήνα 1978 (σ. 65 ἑ.ἑ.: Ἡ Ἑλλάδα στὴ Δύση).

5. Στὸν Οἰκονομικὸ Ταχυδρόμο, 19.5.1988, σ. 27.

6. Ἐφημ.Καθημερινή, πρόσθετο Τεῦχος: «Σελίδες», τῆς 18.9.1988 σ. 37 ἑ.ἔ.

7. Ἐδῶ ἐντοπίζεται ὁ ρόλος ὅλων τῶν κρατικῶν ὑπηρεσιῶν, ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὴ «Νέα Γενιά», στὰ κράτη – μέλη τῆς Κοινότητας.

8.Ἐπὶ τοῦ προκειμένου ὑπάρχει πλούσια σχετικὴ βιβλιογραφία.

2ον) 

λληνισμς κα Ερωπαϊκ νοποίηση

Γιὰ νὰ λειτουργήσει καθολικὰ ἡ ἑνότητα μιᾶς κοινωνίας, ἀπαιτεῖται πολιτιστικὴ καὶ πνευματικὴ ἐξομοίωση  τῶν μελῶν της. Διαφορετικὰ κάθε δυνατότητα ἐπιρροῆς καὶ ἐπιβολῆς τῆς κεντρικῆς ἐξουσίας εἶναι ἐκ τῶν πραγμάτων ἀδύνατη.

Ἡ οἰκονομικὴ καὶ πολιτικὴ ἑνότητα, ἔτσι, ἀπαιτεῖ τὴν πολιτιστικὴ καὶ πνευματικὴ συμφωνία. Αὐτὸ τὸ «δόγμα», ποὺ ἀκολούθησε ἐπὶ αἰῶνες τώρα, ἰσχύει καὶ στὴν οἰκοδομὴ τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης. Τὸ ἐρώτημα, λοιπόν, σ᾽αὐτὴ τὴ συνάφεια εἶναι: Ὑπάρχει ἑνότητα πολιτισμοῦ καὶ πνευματικότητας στὴν Εὐρώπη σήμερα; Ἡ «πνευματικὴ γεωγραφία» τῆς Εὐρώπης δίνει τὴν ἀκόλουθη εἰκόνα: Μετὰ τὴν εἰσδοχὴ τῆς Ἱσπανίας (37 ἑκατ. ) καὶ τῆς Πορτογαλίας (10 Ἑκατ.) ὁ συνολικὸς πληθυσμὸς τῆς Ε.Ε. εἶναι περίπου 350 ἑκατομμύρια, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὰ 240 (περίπου) εἶναι ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ τὰ ὑπόλοιπα προτεστάντες. Ἔτσι μόνο οἱ Ἕλληνες εἶναι ὀρθόδοξοι, ἀφοῦ οἱ ὑπόλοιπες ὀρθόδοξες Χῶρες βρίσκονται στὸ χῶρο τοῦ λεγομένου «ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ» (οἱ δὲ Ὀρθόδοξοι τῆς εὐρωπαϊκῆς διασπορᾶς δὲν ξεπερνοῦν τὸ ἕνα ἑκατομμύριο).

Ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς ἀτομικὲς πεποιθήσεις τῶν πολιτῶν τῆς Ε.Ε. – δὲν εἶναι ἄλλωστε λίγοι ἐκεῖνοι, ποὺ δηλώνουν «χωρὶς θρήσκευμα» στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη σήμερα- βλέπουμε νὰ ὑπάρχει μιὰ θρησκευτική – πνευματικὴ πολυχρωμία, ἡ ὁποία ἐκφράζει τὴν βαθύτερη πολιτιστικὴ καὶ πνευματικὴ διάθλαση, ποὺ καλεῖται σήμερα νὰ μεταβληθεῖ σὲ ἑνότητα. Οἰ θρησκευτικὲς ὅμως διαφορές, ἐπειδὴ εἶναι πνευματικές, εἶναι ἐκεῖνες, ποὺ ἀσκοῦν τὶς ἰσχυρότερες ἐπιδράσεις. Γι᾽ αὐτό, αὐτὲς ἀκριβῶς εἶναι ἐκεῖνες, ποὺ οἱ πολιτικοὶ θέλουν πάντοτε νὰ ἀμβλύνουν καὶ τελικὰ νὰ ἐξουδετερώσουν, μιὰ τακτικὴ ποὺ ἐφαρμόζεται ἤδη ἐπὶ μακρὰ σειρὰ αἰώνων.

Ἡ Οἰκονομικὴ καὶ Κοινωνικὴ Ἐπιτροπὴ τῆς Ε.Ε. προϋποθέτει ὡς δεδομένη τὴν πολιτιστικὴ καὶ πνευματικὴ ἑνότητα τῶν Λαῶν τῆς Κοινότητος. Γι᾽ αὐτὸ μιλεῖ γιὰ «κοινὴ πολιτιστικὴ καὶ πολιτισμικὴ κληρονομιά»9. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ πολὺ γνωστὴ στὸν τόπο μας εὐρωβουλευτὴς Σιμὸν Βέϊλ ὑποστηρίζει, ὅτι «ἡ κληρονομιὰ τῆς Ἑλλάδος ἀνήκει σ᾽ὅλη τὴν Εὐρώπη». Ἡ δήλωση αὐτή, ποὺ κολακεύει ἰδιαίτερα ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες, ἀποτελεῖ τὸ πνευματικὸ ὑπόβαθρο ὅλων τῶν εὐρωπαϊζόντων Ἑλλήνων ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Κοραῆ μέχρι σήμερα (πρβλ. τὴν θεωρία περὶ «μετακενώσεως») 10. Τὸ ἐρώτημα ὅμως εἶναι: «Ἡ κληρονομιὰ τῆς Ἑλλάδος» περιορίζεται στὴν προχριστιανικὴ ἀρχαιότητα ἤ ἐπεκτείνεται καὶ στὴ χριστιανικὴ Ἑλλάδα, τὴν Ἑλληνορθοδοξία, χωρὶς τὴν ὁποία εἶναι ἀδιανόητος ὁ Νεώτερος Ἑλληνισμός; Γιατὶ ἡ Ἑλλάδα, ποὺ ἑνώνεται σήμερα μὲ τὴν ὑπόλοιπη Εὐρώπη, δὲν εἶναι ἡ Ἑλλάδα (μόνο) τῆς ἀρχαίας Ἀθήνας ἤ Σπάρτης, τῶν Φιλοσόφων ἤ τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, ἀλλὰ (καί) ἡ Ἑλλάδα τοῦ Χριστοῦ, τῶν Μαρτύρων, τῶν Πατέρων καὶ Ἀσκητῶν καὶ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἡ ἔνταξή μας, συνεπῶς, στὴν Ἑνωμένη Εὐρώπη κερδίζει πολὺ σὲ σοβαρότητα μὲ τὴν ἀναφορὰ στὰ ἱστορικὰ καὶ πνευματικὰ θεμέλια τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀφ᾽ ἑνὸς καὶ τῆς Εὐρωπαϊκῆς Κοινωνίας ἀφ᾽ ἑτέρου.

 α) πολιτιστικ διαφοροποίηση

 Οἱ ἄθρωποι τῆς Ε.Ε., στὸ εὐρὺ φάσμα τῶν μέσων ποὺ διαθέτουν γιὰ τὴν προαγωγὴ καὶ ἐμπέδωση τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἰδέας, περιλαμβάνουν καὶ τὴν Ἱστορία, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ποτὲ δύσκολο, χρησιμοποιούμενη κατάλληλα, νὰ δίνει τὶς ἐπιθυμητὲς ἀπαντήσεις. Ἔτσι, σὲ πρόσφατο εἰδικὸ τεῦχος τῆς ΕΟΚ11 ὑπογραμμίζεται, ὅτι πρέπει νὰ ἐπιδιωχθεῖ «ἡ ἀπόκτηση ὅλο καὶ μεγαλύτερης εὐρωπαϊκῆς συνείδησης, μὲ τὴν προώθηση νέων προγραμμάτων ἱστορίας, ὥστε νὰ μπορέσουν οἱ Νέοι νὰ ἀποκτήσουν μεγαλύτερη συναίσθηση τῆς εὐρωπαϊκῆς ταυτότητας». Τὸ ἐρώτημα εἶναι: ὑπάρχει αὐτὴ ἡ ταυτότητα ἤ ἐπιδιώκεται νὰ δειχθεῖ μὲ τὴν κατάλληλη χρήση τῆς ἱστορίας;

Εἶναι γεγονός, ὅτι στὸν Ἀπόστολο Παῦλο ὀφείλει ἡ Εὐρώπη τὰ πνευματικὰ θεμέλιά της. Ἡ γόνιμη σύνθεση τοῦ αὐθεντικοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος καὶ τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως τὸν κήρυξε ὁ Παῦλος στὴν Ἑλλάδα καὶ τὴ Ρώμη, ἀποτέλεσαν τὴν πεμπτουσία τῆς εὐρωπαϊκῆς κληρονομίας. Ἡ συμβολή,

μάλιστα, τοῦ Ἑλληνικοῦ πνεύματος στὴ διαμόρφωση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ εἶναι καθολικὰ δεκτή12. Τοῦτο ὅμως ἐπιτεύχθηκε σὲ μιὰ νέα σύνθεση, μαζὶ μὲ τὴν ρωμαϊκὴ κρατικὴ ἰδέα καὶ τὴν χριστιανικὴ διδασκαλία, ποὺ ἔδωσαν στὸν κόσμο τὸ ἐντελῶς νέο μέγεθος τῆς λληνορθόδοξης Ρωμανίας, τῆς Χριστιανικῆς Οἰκουμενικῆς Αὐτοκρατορίας13.

Ἐν τούτοις, λόγῳ τῶν ἱστορικῶν περιπετειῶν τους, Ἑλληνορθοδοξία καὶ Εὐρώπη διαφοροποιήθησαν στὴν ἱστορική τους πορεία, ριζικὰ καὶ ἀσύμπτωτα14.

Ἀπὸ τὸ 476 μ.Χ. ἀρχίζει ἡ ὑποταγὴ τοῦ δυτικοῦ Τμήματος τῆς Χριστιανικῆς Αὐτοκρατορίας σὲ διάφορα βόρεια φῦλα (Βανδάλους, Γότθους, Λογγοβάρδους κ.λπ.), μέχρι νὰ περιέλθει στὸ μεγαλύτερό της μέρος στὰ χέρια τῶν Φράγκων. Ἡ ἐκφράγκευση τῆς χριστιανικῆς Δύσεως ὁλοκληρώθηκε τὸν ια/ αἰώνα, ὅταν καὶ ὁ ἐπισκοπικὸς θρόνος τῆς Παλαιᾶς Ρώμης περιῆλθε στὰ χέρια τους, μὲ τὴν ἀνάδειξη τοῦ πρώτου Φράγκου Πάπα (1046). Ἐπὶ δύο ὅμως ἤδη αἰῶνες οἱ Φράγκοι εἶχαν ἐπιβάλει κυριολεκτικὰ μὲ τὸ σπαθί τους τὸ δικό της τρόπο ζωῆς καὶ μεταβάλει ριζικὰ τὴν εἰκόνα τῆς δυτικῆς εὐρωπαϊκῆς κοινωνίας, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ἀλλοτρίωση τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανικοῦ κόσμου. Σ᾽αὐτὴν τὴν ἀλλοτριωτικὴ διαδικασία μεγάλο ρόλο ἔπαιξε ὁ ἐκφραγκευμένος δυτικὸς κλῆρος, ποὺ ἔγινε ὄργανο τοῦ φραγκικοῦ ἐπεκτατισμοῦ. Ἐνῶ δηλαδὴ στὴν Ἀνατολὴ ὁ κλῆρος ἀνέλαβε ἐθναρχικὸ ρόλο καὶ ἔσωσε τὸ Γένος ἀπὸ τὴν ἀλλοτρίωση, στὴ Δύση ὁ παπικὸς κλῆρος ἔγινε ὄργανο τῶν Κατακτητῶν καὶ ἐπιτάχυνε τὴν ἀλλοτριωτικὴ διαδικασία.

Οἱ Φράγκοι κατακτητὲς αὐτοανακηρύχθηκαν «εὐγενεῖς» καὶ «κύριοι» καὶ μετέβαλαν τοὺς ὑποτεταγμένους Ρωμαίους σὲ δούλους.

Ἔτσι, ἔδωσαν ὑπόσταση στὴ δυτικὴ φεουδαρχία, ποὺ διαφέρει διαμετρικὰ ἀπὸ τὴ φεουδαρχία τῆς Ἀνατολῆς. Στὸ δικό μας χῶρο «φεουδαρχία» σημαίνει στὴν πράξη κυριότητα πάνω στὴ γῆ καὶ τὴ διάκριση τῶν ἀνθρώπων σὲ ἰδιοκτῆτες – γαιοκτήμονες καὶ ἄκληρους ἐργάτες (κολίγους). Στὴ Δύση ὅμως ἡ φεουδαρχία ἔλαβε ἕνα βαθύτερο καὶ σοβαρότερο χαρακτήρα. Οἱ Φράγκοι κατακτητὲς δὲν ἔγιναν μόνο κύριοι τῆς γῆς, ἀλλὰ ἀπέκτησαν καὶ συνείδηση φυσικῆς ὑπεροχῆς ἀπέναντι στοὺς κατακτημένους, ποὺ ἔγιναν ὑπόδουλοί τους15.

 Ἡ διάκριση σὲ κυρίους καὶ δούλους δὲν ἦταν ἐργασιακοῦ χαρακτήρα, ἀλλὰ σήμαινε γι᾽ αὐτοὺς φυσικὴ διαφορά. Ἔτσι, ὁ πληθυσμὸς διαιρέθηκε σὲ δύο ἀρχικὰ βασικὲς τάξεις, τὴν τάξη τῶν φυσικῶν εὐγενῶν καὶ τὴν τάξη τῶν φυσικῶν (ὑπο)δούλων.

Ἀλλὰ καὶ ἡ τάξη τῶν «εὐγενῶν» (NOBILITAS, NOBILES) θὰ διαιρεθεῖ σὲ διάφορες βαθμίδες, ποὺ ἀποτέλεσαν τὴν ἱεραρχία τῆς φραγκικῆς «εὐγένειας» – φεουδαρχίας, Λ.χ. ἱππότες, βαρῶνοι, κόμητες, δοῦκες, πρίγκηπες, βασιλεῖς καὶ ὁ αὐτοκράτορας, ἡ ὑψηλότερη βαθμίδα16. Οἱ τρεῖς τελευταῖοι τίτλοι χαρακτηρίζουν τὰ μέλη τῆς βασιλικῆς οἰκογένειας, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ φραγκικὴ βασιλεία εἶναι κληρονομική, σ᾽ ἀντίθεσημὲ τὴν ρωμαίϊκη (βυζαντινοελληνική) βασιλεία, ποὺ δὲν εἶναι κληρονομική, λόγῳ τῆς ἐν Χριστῷ ἰσότητος ὅλων τῶν ἀνθρώπων.

Στὴν Ἀνατολὴ ὁ ἄκληρος ἐργάτης μποροῦσε νὰ γίνει μιὰ μέρα Αὐτοκράτορας ἤ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης. Στὴ Δύση ὅμως αὐτὸ ἦταν ἀδύνατο, γιατὶ κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ ὑπερβεῖ τὰ ὅρια τῆς τάξεώς του.

Ἀκόμη καὶ στὴν Ἐκκλησία ἐπεκράτησαν οἱ κανόνες τῆς φεουδαρχίας. Γι᾽ αὐτὸ μόνο γόνοι «εὐγενικῶν» οἰκογενειῶν μποροῦσαν νὰ γίνουν πάπες, ἐπίσκοποι ἤ ἡγούμενοι. Ἔτσι, ἡ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας βρισκόταν μόνιμα στὰ χέρια τῶν Εὐγενῶν.

Γι᾽ αὐτὸ στὴ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση (1789) ὁ Κλῆρος ἀνῆκε στὴν εὐγενικὴ τάξη καὶ ἐθεωρεῖτο ἀντίπαλος τοῦ λαοῦ καὶ ἐχθρὸς τῆς δημοκρατίας καὶ ἐλευθερίας. Τὸ πνεῦμα τῆς φεουδαρχίας, ὅπως περιγράφθηκε παραπάνω, δημιούργησε τὴν φυλετικὴ (ρατσιστική) συνείδηση τοῦ Δυτικοῦ κόσμου, ποὺ βρῆκε τὴν ἀπαισιότερη ἔκφρασή της στὸ χῶρο τῶν ἀποικιῶν (πρβλ. τὸ πρόβλημα τῶν μαύρων – νέγρων στὶς Η.Π.Α.). Ἡ Ὀρθοδοξία ὅμως ἀπὸ τὴν ἴδια της τὴν ἀνθρωπολογία («οὐκ ἔνι δοῦλος ἤ ἐλεύθερος», Γαλ. 3,28· Κολ. 3,11) δὲν δημιούργησε ποτὲ συνείδηση ρατσιστική, κατεδίκασε μάλιστα συνοδικὰ καὶ τὸν φυλετισμό – ρατσιστικὸ ἐνθικισμὸ στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1872.

Ἡ σημερινὴ Εὐρώπη -συνεπῶς- δὲν εἶναι ἄμεσος ἀπόγονος τῆς ἀρχαίας ἑλληνοχριστιανικῆς παραδόσεως, ἀλλὰ γέννημα τῶν ἐξελίξεων, ποὺ ἀκολούθησαν τὴν ὑποταγή της στὴ φραγκικὴ φεουδαρχία.

Γι᾽αὐτό, λέγοντας «Δύση», ἐννοοῦμε κάτι πολὺ περισσότερο ἀπὸ μιὰ ἁπλὴ γεωγραφικὴ περιοχή. Ἀκόμη, κάτι εὐρύτερο καὶ ἀπὸ μιὰ συγκεκριμένη πολιτιστικὴ παρουσία. «Δύση» σημαίνει τὴν ἀλλοτριωμένη Χριστιανοσύνη στὸ σύνολό της καὶ στὴν καθολικότητά της. Γιατ ἡ ἀλλοτρίωση τς Δυτικς κοινωνίας συνετελέσθηκε σ λα τ πίπεδα: τ θρησκευτικό, τ πολιτιστικ κατ κοινωνικοπολιτικό17.

Στὸ χῶρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἔλαβε χώρα ἡ διαφοροποίηση τῆς Θεολογίας καὶ πνευματικότητας σὲ σχέση μὲ τὴ Θεολογία καὶ πνευματικότητα τῆς Ἀνατολῆς, ἡ ὁποία συνέχισε τὴν ἀρχαιοεκκλησιαστικὴ πράξη. Ἡ Δύση ἐκφράζεται μετὰ τὸ σχίσμα μὲ μιὰ διαφοροποιημένη στάση πέναντι στ Θεό, τν νθρωπο κα τν στορικπραγματικότητα, τν κόσμο. Ἡ δυτικὴ θεολογία αἰχμαλωτίσθηκε στὸ φραγκικὸ σχολαστικισμό, ποὺ φαινομενικὰ μὲν στηρίχθηκε στὴν πατερικὴ θεολογία, στὴν οὐσία ὅμως, μέσα στὴ φραγκικὴ ἔπαρση, μετέβαλε τὴ θελογία σὲ φιλοσοφικὸ σύστημα καὶ ἰδεολογία χριστιανική. Ἡ χριστιανικὴ θεολογία στὴ γνησιότητά της εἶναι πρακτική, ἐμπειρική .

Εἶναι ὁ ἀγώνας τοῦ ἀνθρώπου νὰ γνωρίσει τὸν Θεὸ μὲ τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὰ πάθη (μέσῳ τῆς ἀσκήσεως) καὶ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι θεολογοῦν οἱ ἅγιοι Πατερες ὅλων τῶν αἰώνων. Ἡ θεολογία στὸ φραγκικὸ περιβάλλον ἔχασε τὸν ἐμπειρικό της χαρακτήρα καὶ μετεβλήθη σὲ διανοητικὴ ἐνασχόληση, σὲ σημεῖο ποὺ ὁ ὅρος «πνευματικός» νὰ παύσει πιὰ νὰ σημαίνει τὸν φορέα καὶ κάτοχο τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ νὰ σημαίνει τὸν διανοούμενο, τὸν στοχαστή. Ἔτσι, χάνει ἡ θεολογία τὸν ἀληθινὸ προσανατολισμό της καὶ μαζὶ παύει καὶ ἡ Ἐκκλησία νὰ θεωρεῖται «ἰατρεῖον πνευματικόν» (ἱερός Χρυσόστομος), χῶρος δηλαδὴ θεώσεως – σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, καὶ μεταβάλλεται σὲ κοσμικὸ καθίδρυμα (ἐκκοσμίκευση), ποὺ συναγωνίζεται τὴν πολιτικὴ ἐξουσία (συγκρούσεις γερμανοῦ  αὐτοκράτορα – Πάπα) καὶ θέτει στόχους ἐνδοκοσμικοὺς (ἀπόκτηση πλούτου καὶ δυνάμεως= Παπισμός). Ὁ Προτεσταντισμὸς δὲν ὑπῆρξε διόρθωση τῆς παπικῆς παρέκκλισης, ἀλλὰ ἐπιδείνωση τῆς  καταστάσεως. Ἐμφανίσθηκε στὰ 1517, ὡς θρησκευτικὴ ἐπανάσταση στὸ χῶρο τῆς δυτικῆς Εὐρώπης ἐναντίον τοῦ παπικοῦ κατεστημένου, ἀλλὰ ὁδήγησε στὴν πολυδιάσπαση καὶ τὴν διάλυση, νοθεύοντας καὶ αὐτὸς τὴν οὐσία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς θεολογίας της.

Ἡ στάση τῆς Δύσεως ἀπέναντι στὸν ἄνθρωπο συνδέθηκε μὲ μιὰ ἄλλη ἐπανάσταση ἐνάντια στὴ φραγκική – παπικὴ ὑποδούλωση τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ μεσαίωνα. Πρόκειται γιὰ τὴν Ἀναγέννηση (15ος – 16ος αἰ.), ἡ ὁποία, γιὰ νὰ ἐλευθερώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν παπικὴ καταπίεση, ἔκαμε τὸν ἄνθρωπο κέντρο τοῦ κόσμου («μέτρον πάντων πραγμάτων», ἀλλὰ τὸν ἐγκλώβισε στὸν κόσμο καὶ τὴν προσωρινότητα, ἀποσπώντας τον ἀπὸ τὴν στροφὴ πρὸς τὰ ἄνω, ποὺ τόσο ἀσύστολα εἶχε καταχρασθεῖ ἡ παπωσύνη (πρβλ. τὰ συγχωροχάρτια λ.χ.). Ὁ ἀνθρωποκεντρισμὸς τῆς Ἀναγέννησης ἦταν ἡ ἀναίρεση τοῦ Θεανθρωποκεντρισμοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας. Στὴν Ἐκκλησία ὡς Ὀρθοδοξία ὁ ἄνθρωπος ἔχει προορισμὸ νὰ γίνει «Θεὸς κατὰ χάριν», μὲ τὴν ἔνταξή του μέσα στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Στὴ Δύση χάθηκε αὐτὴ ἡ ἔννοια τῆς θεώσεως, ὅπως τὴν βιώνει ἀδιάκοπα ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ὁ δὲ ρόλος τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅταν γίνεται δεκτός, περιορίσθηκε σὲ προσπάθεια ἐξηθικισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου (ἀτομοκρατικὸς μοραλισμός), γιὰ τὴν διευθέτηση ἐνδοκοσμικῶν σκοπιμοτήτων (ἐξασφάλιση ἁρμονικῶν κοινωνικῶν σχέσεων).

Γυμνὸς ὅμως ἀπὸ χάρη ὁ ἄνθρωπος, μένει ἐντελῶς ἀδύναμος νὰ πραγματοποιήσει καὶ τὴν ἁπλὴ ἠθικὴ βελτίωσή του, ἀφοῦ δὲν γνωρίζει τὸν τρόπο νὰ νικᾶ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ τὰ πάθη του καὶ νὰ μεταβάλλεται σὲ «ναὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Α/ Κορ. 6, 19), ποὺ εἶναι ὁ προορισμός του.

Μὲ τὴν ἀνάπτυξη τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν καὶ τῆς θετικῆς φιλοσοφίας (17ος αἰ. κ.ἑ.) προχώρησε ἡ Εὐρώπη ἀπὸ τὴν Ἀναγέννηση στὸν Διαφωτισμό, ὁ ὁποῖος αὐτοθεοποίησε τὸν ἀνθρώπινο λόγο καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο, κηρύσσοντας τὴν αὐθαίρετη κυριαρχία τοῦ ἀνθρώπου πάνω στὴ φυσικὴ καὶ ἱστορικὴ πραγματικότητα καὶ συντελώντας στὴν «ἐξορία» τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ἱστορία. Πρόκειται γιὰ τὴν τραγικὴ «ἀνταρσία κατὰ τοῦ ὑπερβατικοῦ», ὅπως εὔστοχα τὴν χαρακτηρίζει ὁ καθηγ. Χρ. Γιανναρᾶς18.

Καὶ ὅταν ἀκόμη δὲν ἀπορρίπτεται ρητὰ ὁ Θεὸς (ἄθεος διαφωτισμός), ὁ Θεὸς χωρίζεται ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ζωὴ (Δεϊσμός). Πρόκειται γιὰ τὸν «θάνατο τοῦ Θεοῦ», ποὺ διαπίστωσε τὸν περασμένο αἰώνα ὁ Νίτσε καὶ ἀνέλυσε «θεολογικά» ἡ σύγχρονη θεολογικὴ σκέψη. Θάνατος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀποκοπὴ τῆς θρησκευτικῆς πίστεως ἀπὸ τὴν καθημερινὴ ἐμπειρία. Ἡ θρησκεία θεωρεῖται ἀναγκαία ἔστω γιὰ τὴν ἐξασφάλιση μιᾶς θέσης στὸν παράδεισο, ἀλλὰ οὔτε κἄν διανοεῖται ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ὅτι ἡ χριστιανικὴ πίστη θέλει νὰ μεταβάλει καὶ τὴν ἀνθρώπινη κοινωνία σὲ «βασιλεία Θεοῦ» («γῆν οὐρανὸν ποιήσωμεν», ἔλεγε συχνὰ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος).

Σημειώσεις:

9. Βλ. τὴν ἔκδ. τῆς Ε.Ο.Κ.: Στόχος 1992, Βρυξέλλες 1988, σελ. 7.

10.Ὁ Κοραῆς δεχόταν ἀνεπιφύλακτα τὴν ἀνάγκη μεταφορᾶς («μετακένωσης») τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ στὴν Ἑλλάδα, διότι πίστευε στὴν ἑλληνικότητά του (βλ. στοῦ Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Παράδοσις καὶ Ἀλλοτρίωσις, Ἀθήνα 1986, σ. 139 ἑ.ἑ.).

11. Στόχος 1992 ὅπ. π. σ. 6, παράγρ. 4: «Ἡ Εὐρώπη τῶν πολιτῶν».

12. Βλ. Μητροπολίτου Ἑλβετίας Δαμασκηνοῦ, Ἡ ἀποστολὴ τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τὴν οἰκοδόμησιν τῆς

Ἡνωμένης Εὐρώπης, Ἐπίσκεψις ἀρ. 407/15.10.1988.

13.Βλ. εἰδικὰ γιὰ τὴ γέννηση αὐτοῦ τοῦ νέου κόσμου στοῦ Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, Τουρκοκρατία – Οἱ Ἕλληνες

στὴν Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία, Ἀθήνα 1988, σ. 23 ἑ.ἑ.

14.Βλ. ἀνάπτυξη τοῦ προβλήματος στὴ σπουδαία μελέτη τοῦ καθηγ. π. Ἰωάννου Σ. Ρωμανίδου, Ρωμῃοσύνη – Ρωμανία – Ρούμελη, Θεσσαλονίκη 1975 (β/ ἔκδ. 1981).

15.Γιὰ τὴ γένεση τῆς φραγκικῆς φεουδαρχίας βλ. στὸ προηγούμεο, σ. 121ἐ.ἔ.

16. Εἶναι ἐκπληκτικό, ὅτι, ἀκόμη καὶ σήμερα, στὴ δημοκρατικὴ Εὐρώπη, οἱ τιτλοι εὐγενείας («of», «de», «von», κ.λ.π.) παίζουν σημαντικὸ ρόλο, ὄχι μόνο στὶς κοσμικὲς δεξιώσεις, ἀλλὰ καὶ στὴν καθημερικὴ ζωή! Ἀρκεῖ νὰ διαβάσει κανεὶς τὴν κοινωνικὴ στήλη στὸν εὐρωπαϊκὸ ἡμερήσιο Τύπο.

17. Τὸ πρόβλημα ἐξέτασαν διαλεκτικὰ ὁ καθηγ. Χρῆστος Γιανναρᾶς, Ὀρθοδοξία καὶ Δύση – Ἡ θεολογία στὴν Ἑλλάδα σήμερα, Ἀθήνα 1972 καὶ Σεβ. Μητροπολίτης Μύρων Χρυσόστομος (Κωσταντινίδης), Ὀρθόδοξος Ἀνατολὴ καὶ Δυτικὸς κόσμος – διάλογος ἰδεῶν-, Ἀθῆναι 1972. Σημαντικὲς συμβουλὲς ἀκόμη: παπα-Φιλόθεου Φάρου, Ἡ ἀπόγνωση τῆς Δύσεως καὶ ἡ ἐλπίδα τῆς Ἀνατολῆς, Ἀθήνα 1982 καὶ Λαυρέντιος Γκεμερέϋ, Ἡ δύση τῆς Δύσης – ἡ ἀποθυμοποίηση τῆς Εὐρώπης καὶ ὁ Ἑλληνισμός, χ.τ. χρ.

18. Ὀρθοδοξία καὶ Δύση, ὅπ. π. σ.21

πηγή