
Στὴν Ἀλεξάνδρεια ὑπῆρχαν σοφοί, ποὺ διάβαζαν βιβλία πολλά. Αὐτοὶ ἄκουσαν τὴ φήμη του κι ἀποροῦσαν, πῶς ἕνας ἀγράμματος κατώρθωσε νὰ φτάσῃ σὲ τέτοια ἐπίπεδα. Πῆγαν λοιπὸν καὶ τὸν βρῆκαν στὴν ἔρημο. Τὸ ρωτᾶνε•
–Ἐμεῖς κοπιάζουμε διαβάζοντας Πλάτωνα, Ἀριστοτέλη, τόσους σοφούς. Ἐσὺ τί βιβλία διαβάζεις;
–Ἐγώ, λέει, μελετῶ βιβλία ποὺ ἐσεῖς δὲν τὰ προσέχετε.
–Ποιά εἶνε τὰ βιβλία αὐτά;
–Εἶνε τὰ βιβλία τοῦ Θεοῦ ποὺ βρίσκονται μπροστά μας. Πρῶτο βιβλίο εἶνε ὁ ἥλιος ποὺ μᾶς φωτίζει τὴν ἡμέρα, μᾶς θερμαίνει, μᾶς ζωογονεῖ. «Μέγας εἶσαι, Κύριε, καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου». «Δόξα σοι τῷ δείξαντι τὸ φῶς…» (καὶ μέχρι σήμερα πράγματι ἡ ἐπιστήμη δὲν ἔχει πεῖ τὴν τελευταία λέξι της, ἀλλ᾿ ἀκόμη μελετᾷ τὸν ἥλιο). Ἄλλο βιβλίο εἶνε ἡ σελήνη μὲ τὸ κατανυκτικό της φῶς τὴ νύχτα. Βιβλίο εἶνε ἡ γῆ ποὺ κατοικοῦμε. Βιβλίο ἡ θάλασσα ἡ μεγάλη καὶ ἀπέραντη, βιβλίο οἱ ποταμοί, βιβλίο τὰ φυτὰ καὶ τὰ δέντρα, βιβλίο τὰ ζῷα καὶ τὰ πουλιά, βιβλίο ὅλα αὐτὰ ἀπὸ τὰ μικρότερα ἕως τὰ μεγαλύτερα. Βιβλίο εἶνε ἡ φύσις. Αὐτὰ εἶνε, λέει, τὰ βιβλία ποὺ διαβάζω καὶ μελετῶ. Καὶ θαυμάζω καὶ λέω κ᾿ ἐγώ• «Τίς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν; σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια (μόνος)»(Ψαλμ. 76,14-15).
Ἔμειναν κατάπληκτοι κ᾿ ἔφυγαν σκεπτικοί.
Ἡ φήμη τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου ἔφτασε μέχρι τὴν Κωνσταντινούπολι. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος τὸν θαύμαζε καὶ τοῦ ἔστειλε μιὰ ἐπιστολή. Ὅταν ἔλαβε τὴν ἐπιστολὴ στὴν ἔρημο, οἱ μαθηταί του ἔλεγαν•
–Πόσο τιμᾷ ὁ βασιλιᾶς τὸ διδάσκαλό μας! Ὁ Μέγας Ἀντώνιος εἶπε•
–Θαυμάζετε ποὺ ἕνας ἐπίγειος βασιλεὺς ἔστειλε σ᾿ ἐμένα ἐπιστολή; Νὰ θαυμάζετε, ὅτι ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριος τῶν κυριευόντων, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὅλοι οἱ βασιλεῖς εἶνε ἕνα μηδενικό, μᾶς ἔστειλε γράμμα. Καὶ τὸ γράμμα του εἶνε ἡ ἁγία Γραφή. Τὸ διαβάζουμε ἆραγε μὲ ἀνάλογο ἐνδιαφέρον;
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.